εἰκονικοῦ

εἰκονικοῦ
εἰκονικός
representing a figure
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανωμαλία — Η έλλειψη ομαλότητας· αναστάτωση, ακαταστασία· εκτροπή από το κανονικό. (Αστρον.) αληθινή α. Η γωνία που σχηματίζει ο μεγάλος άξονας της ελλειπτικής τροχιάς ενός ουράνιου σώματος (πλανήτης, δορυφόρος κλπ.) με την επιβατική ακτίνα του σώματος,… …   Dictionary of Greek

  • εικονικότητα — η 1. η ιδιότητα τού εικονικού, η πλασματική υπόσταση 2. φρ. «εικονική δικαιοπραξία» εκούσια διάσταση δηλώσεως και βουλήσεως σε δικαιοπραξία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”